ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ - ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ - ΝΟΜΗ

Βιβλιογραφική Αναφοράς Ενότητας: Α.Σ.ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, "ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ" , ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Α.Ε., ΑΘΗΝΑ 2010

Η ιδιοκτησία είναι το σύνολο των περιουσιακών δικαιωμάτων (εμπράγματα δικαιώματα, ενοχικά δικαιώματα, δικαίωμα σε άυλα αγαθά κτλ). Είναι ευρύτερη από την έννοια της κυριότητας. Το Σύνταγμα αναφέρει στο αρθρο 17 παρ.1 ότι "Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους..." χωρίς να την προσδιορίζει εννοιολογικά. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζεται και η περίπτωση που κάποιος μπορεί να χάσει την ιδιοκτησία του "...παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όπως ορίζει ο νόμος, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρη αποζημίωση..."

Η κυριότητα είναι η αναγνωρισμένη από το νόμο, άμεση, καθολική και απόλυτη εξουσία πάνω σε πράγμα. Αποτελεί το ευρύτατο κατά περιεχόμενο εμπράγματο δικαίωμα. Ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 973 δίνει τον ορισμό του εμπράγματου δικαώματος και τα είδη τους "δικαιώματα που παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα είναι η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη" και στο άρθρο 1000 περιγράφεται το περιεχόμενο της κυριότητας "ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαίωμα τρίτων, να το διαθετει κατ' αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ' αυτό". Από το άρθρο 1000 προκύπτει η θετική πλευρά του περιεχομένου της κυριότητα "να το διαθετει κατ' αρέσκειαν και η αρνητική πλευρά της "να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ' αυτό". Αντικείμενο της κυριότητας (άρθρο 999) είναι μόνο τα πράγματα (κινητά/ακίνητα) ή όσο θεωρούνται από το νομο πράγματα (άρθρο 947). Η έννοια της κυριότητας σε ακίνητο επεκτείνεται στο χώρο τόσο πάνω όσο και κάτω από το έδαφος, "εφόσον δεν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά" (άρθρο 1001).

Από τα στοιχεία που καθορίζουν την έννοια της κυριότητας εκείνο που τη διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα εμπράγματα δικαιώματα είναι η καθολικότητα. Με βάση αυτήν ο κύριος μπορεί να κατέχει, να χρησιμοποιεί, να καρπούται, να μεταβάλλει, να καταστρέφει, να εκποιεί, να επιβαρύνει με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα το πράγμα αλλά και να παραιτείται από αυτό. Το στοιχείο από τον ορισμό της κυριότητας που τη διαφοροποιεί από τη νομή είναι εκείνο της έννομης άσκησης εξουσίας στο πράγμα. Έτσι κυριότητα είναι η έννομη εξουσία στο πράγμα ενώ νομή η φυσική εξουσίασή του.

Η νομή είναι η κατοχή πράγματος με διάνοια κυρίου. Στο άρθρο 974 του Αστικού Κώδικα αναφέρεται "όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι ο νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου". Η νομή συγκροτείται εννοιολογικά από δύο στοιχεία. Το υλικό (corpus) που είναι ο φυσικός εξουσιασμός του πράγματος και το πνευματικό (animus) ή αλλιώς βουλητικό, που είναι η θέληση (η διάνοια) του προσώπου (κάτοχος) να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος (νομέας). Η φυσική εξουσία στο πράγμα αποκτάται είτε από κάποια συμβασή με τον "έως τώρα νομέα" (άρθρο 977), είτε απευθείας από τον νόμο "...ή με άλλη παρόμοια σχέση" (άρθρο 997). Η κατοχή που οδηγεί σε νομή αντιδιαστέλλεται με την αδιάφορη , απλή κατοχή ή διακράτηση ενός πράγματος (ο διαβάτης που κάθεται σε ένα παγκάκι δεν το νέμεται). Η νομή είναι δικαίωμα που πηγάζει από την πραγματική κατάσταση και δεν εντάσσεται σε κάποια από τις δύο κατηγορίες δικαιωμάτων (ενοχικά ή εμπράγματα). Είναι ασθενέστερο από οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα κτλ) μιας και αποτελεί προσωρινή ρύθμιση των εμπράγματων σχέσεων. H