[*βιβλιογραφική αναφορά]Στο μενού "ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗ" υπάρχει σχετική αναφορά σ' όλη τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ που έχει χρησιμοποιηθεί. Επίσης χρησίμο υλικό υπάρχει και στο site της καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου prevedourou.gr, ενώ η καταγραφή των βημάτων κάθε διοικητικης πράξης υπάρχει στο mitos.gr.
Ένα σύντομο χρονολόγιο για τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και τη δημόσια ιδιοκτησία:
Γιατί επεμβαίνει η δημόσιας διοικηση στο χώρο;
Η γενική εικόνα είναι ότι ο χώρος καταλαμβάνεται από ανθρώπους που διαμορφώνουν δικαιώματα πάνω στη γη με σκοπό να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους, την επιβίωση της κοινότητας τους και τη διαιώνισή της. Η έννοια της ιδιοκτησίας ξεκινάει από αυτό που θα ονομάζαμε χρησικτησία. Ο αυθαίρετος χαρακτήρα της χρησικτησίας (όποιος πήγε πρώτος) είναι ο βασικός τρόπος που οριοθετείται η ιδιοκτησία. Η σύνεχεια οδηγείται από τη δημιουργία κοινότητων οι οποίες μεγαλώνουν δεσμευοντας και αυτές με τη σειρά τους αυθαίρετα χώρο. Με την εξέλιξή τους οι κοινότητες συστήνουν τη διοίκηση τους, η οποία με τη σειρά της εξασφλίζει τη δική της ιδιοκτησία πάνω στη γη.
Αφήνοντας στην άκρη τη συνοπτική κοινωνιολογική αναφορά για του αρμοδιότερος, σήμερα η σύγχρονη δημόσια διοίκηση δεν αποσκοπεί στο να εξασφαλήσει γη για να αισθάνεται ισχύρη (οι ώριμες κοινωνίες θα έπερεπε να έχουν αποβάλλει το δόγμα του "ζωτικού χώρου"). Οι απαιτήσεις μιας οργανωμένης κοινωνίας ζητούν από τη δημόσια διοίκηση να παρέμβαίνει στην ιδιοκτησία για να διασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβιώσης στους πολίτες, καθώς και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Επίσης πρέπει να διαμορφώσει το ανάλογο νομικό πλαίσιο και να εξασφαλίσει την τήρηση του, ώστε η ιδιοκτήσια να μην καταλήξει ένα δικαίωμα χωρίς αξία. Η υποβάθμηση της ιδιοκτησίας δεν προκαλείται μόνο με τις αυστηρές απαγορεύσεις της διοίκησης ως προς τη χρήση της, αλλά προέρχεται και από την αδράνειά της στην διαμόρφωση και στην εφαρμογή του ανάλογου πλαισίου που προστατεύει το χώρο που βρίσκεται η ιδιοκτησία και κινδυνεύει από κάθε είδους υποβάθμηση (ατμοσφαιρική ρύπανση, μόλυνση υδάτων, υποβάθμηση φυσικών οικοσυστημάτων, μη ασφαλείς κατασκευές κ.α.)
Σύνεπως η δημοσία διοίκηση, με σκοπό να διασφαλίσει το πλαίσιο που ο ανθρώπινος πολιτισμός εξελίσσεται, επεμβαίνει με διάφορους τρόπους που εξαρτώνται από τον χαρακτηρισμό κάθε περιοχής, αν είναι μια περιοχή με καλλιεργήσιμη γη, ή μια περιοχή που έχει εγκατασταθεί πληθυσμός ή τέλος μια περιοχή με ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας από ανθρωπογενής δραστηριότητες.
Πως προσδιορίζεται η δημόσια διοίκηση σήμερα;
Ως Δημόσια Διοίκηση καλούμε το ένα σκέλος της εκτελεστικής εξουσίας, το άλλο είναι η Κυβέρνηση και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (βλ. άρθρο 26 Συντάγματος). Τη Δημόσια Διοίκηση αποτελούν οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ). Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μπορεί να ανήκουν στη δημοσία διοίκηση, αλλά κατά κανόνα δεν έχουν το δικαίωμα να νομοθετούν (λειτουργούν με κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας). Το δικαίωμα αυτό δίνεται στην εκτελεστική εξουσία από τη νομοθετική εξουσία (Βούλη) για συγκεκριμένους σκοπούς, μιας και η λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας είναι να εφαρμόζει όσα προβλέπει ο νόμος και όχι να τον θεσπίζει. Επίσης η θέσπιση κανόνων από μέρους της διοίκησης προκύπτει και από το Σύνταγμα (βλ. αρθρα 43, 54 και 83).
Πως ρυθμίζονται οι λειτουργίες τις διοικησης που επιδρούν στους πολίτες;
Ο πυρήνας καθορίζεται από το Ν.2690/1999 (όπως τροποποιήθηκε με τον τελευταίο Ν.4962/2022), με το οποίο κυρώθηκε ο Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας(ΚΔΔιαδ.).
Η διοικητική πράξη - ο τρόπος επέμβασης της δημόσιας διοικησης
Ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ.) αν και αναφέρεται στον τύπο και σ' άλλα χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξης δεν την ορίζει. Έτσι νομικά η έννοια της διοικητικής πράξης προσεγγίζεται ως "η δήλωση βούλησης του διοικητικού οργάνου, με την οποία θεσπίζεται μονομερώς μια ρύθμιση κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος". Υπάρχουν διοικητικές πράξεις που δεν επιδρούν άμεσα στη σχέση διοίκησης - διοικούμενου. Τέτοιες πράξεις, όπως είναι οι γνωμοδοτήσεις, οι εγκύκλιοι κ.α. ονομάζονται μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που χαρακτηρίζονται εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Ο όρος "εκτελεστή" προσδιόρίζει αφενός τις διοικητικές πράξεις που επιδρούν στους διοικούμενους και αφετέρου ότι μπορούν να προσβληθούν στα διοικητικά δικαστήρια. Στο άρθρο 30 του ΚΔΔιαδ. αποσαφηνίζεται πως "Όπου στον Κώδικα αναφέρεται ο όρος "διοικητική πράξη", νοείται η εκτελεστή διοικητική πράξη. ".
Μια βασική διάκριση των διοικητικών πράξεων
Αν και υπάρχουν διάφορες διακρίσεις των διοικητικών πράξεων, εκείνη που παρουσίαζει περισσότερο πρακτικό ενδιαφέρον είναι η διάκριση των εκτελεστών διοικητικών πράξεων σε ατομικές και κανονιστικές.
Η κανονιστική διοικητική πράξη θεσπίζει κανόνες δικαίου γενικούς, απρόσωπους και αφηρημένους (όπως ο καθορισμός χρήσεων γης), ενώ η ατομική διοικητική πράξη ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση (ενός συγκεκριμένου προσώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο) βάσει κανόνων δικαίου (όπως η αποζημιώση του δικαιούχου ενός ακινήτου λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης). Αν η ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων (ακριβώς ταυτοποιημένα) τότε καλείται σωρευτική ατομική διοικητική πράξη (όπως είναι η Πράξη Εφαρμογής). Κρίσιμο λοιπόν στοιχείο διαφοροποίησης των κανονιστικών από τις ατομικές πράξεις είναι ότι οι πρώτες (κανονικές) δεν μπορούν να ταυτοποιήσουν τα άτομα (ή ομάδα ατόμων) που αναφέρονται (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι διοκητική (πράξη με την οποία απαγορευεται η διέλευση για κάποιες ώρες από ένα δρόμο. Είναι μια κανονιστική πράξη γιατί δεν μπορεί να προσδιορισθεί ο αριθμός των ατόμων που θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον συγκεκριμένο δρόμο τις συγκεκριμένες ώρες. Αντίθετα η ατομική διοικητική πράξη παρότι μπορεί να μην αναφέρει πάντα τα ονόματα ταυτοποιήοι τα άτομα που αφορά με μια συγκεκριμένη ιδιότητα.Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας πράξης είναι η κλήτευση για στράτευση των ατόμων που γεννήθηκαν μια συγκεκριμένη περίοδο και είναι άρρενες.
Χαρακτηριστικός τύπος κανονιστικών πράξεων είναι τα Προεδρικά Διατάγματα (ΠΔ). Οι κανονιστικές πράξεις καλούνται και ουσιαστικοί νόμοι επειδή δεν ακολουθούν την τυπική διαδικασία της νομοθετικής εξουσίας, που ψηφίζει τους (τυπικούς) νόμους. /p>
Μια ιδιαίτερη κατηγορία διοικητικής πράξης που καθορίστηκε από το ΣτΕ
Όταν η ατομική διοικητική πράξη ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά μια ευρύτερη ομάδα ατόμων καλείται ατομική διοικητική πράξη γενικής εφαρμογής ή απλά γενική ατομική πράξη. Η τελευταία διάκριση διοικητικών πράξεων, η οποία προέκυψε από την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, βρίσκει ιδιαίτερη εφαρμογή σε θέματα πολεοδομικού ενδιαφέροντος (όπως και οι κανονιστικές πράξεις).
Ισχύς (εκτελεστών) διοικητικών πράξεων
Η ισχύς μιας διοικητικής πράξης ξεκινάει με την ύπαρξη της στον νομικό κόσμο (αποκτά νόμιμη υπόσταση όποτε παράγει αποτελέσματα). Ο γενικός κανόνας είναι να απόκτα νόμιμη υπόσταση η πράξη με την δημοσίευση στην Εφημεριδα της Κυβέρνησης (ΕτΚ). Αυτό είναι χαρακτηριστικό στοιχείο των κανονιστικών πράξεων (Προεδρικά Διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις κτλ). Ένας άλλος τρόπος δημοσίευσης για διοικητικές πράξεις που εκδίδονται από ΟΤΑ είναι η ανάρτηση τους σε συγκεκριμένο χώρο στο δημοτικό κατάστημα και η εν περιλήψει δημοσίευσή τους σε τοπική εφημερίδα. Στην περίπτωση, που για μια ατομική διοικητική πράξη δεν ορίζεται η δημοσίευση, θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί και παραγεί αποτελέσματα με την υπογραφή και την χρονολόγησή της (ΚΔΔιαδ. άρθρο 18).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στο πότε μια διοικητική πράξη έχει νόμιμη υπόσταση (παράγει έννομα αποτελέσματα) και στο πότε υπάρχει η δυνατότητα προσβολής. Η περίπτωση των ατομικών διοικητικών πράξεων που υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης στα άτομα που αφορά (ΚΔΔιαδ. άρθρο 19) δεν έχει να κάνει με την υπόσταση της πράξης, αλλά με το χρόνο που έχει στη διάθεση του ο επηρεαζόμενος να αποδεχθεί ή όχι τις συνέπειες της διοικητικής πράξης. Επόμένως ο χρόνος για την προσβολή μιας ατομικής διοικητικής πράξης ξεκινάει με την κοινοποίηση της στον εμπλεκόμενο (ή με όποιο άλλο τρόπο εξασφαλίζεται ότι έχει λάβει πλήρη γνώση), ενώ για τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις ο χρόνος μετρά από την ημερομηνίας δημοσίευσης στην ΕτΚ (συνήθως η προθεσμία είναι 60 ημέρες).
Μεταβολή της ισχύς μιας διοικητικής πράξης μετά την έκδοση
Η ισχύς μιας διοικητικής πράξης μπορεί να επηρεαστεί είτε γιατί είναι παράνομη, είτε γιατί είναι νόμιμη αλλά προκύπτουν συγκεκριμένοι λόγοι που επηρεάζουν την ισχύ της. Η διαδικασία με την οποία η ισχύς μιας διοικητικής πράξης μεταβάλλεται ονομάζεται ανάκληση και μππορεί να προκληθεί είτε εξωδικαστικά, είτε με ένδικα μέσα με την έκδοση δικαστικής απόφασής. Ο όρος ανάκληση νομολογιακά αφορά τις ατομικές διοικητικές πράξεις. Ωστόσο και οι κανονιστικές πράξεις μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με άλλη νέα διοικητική πράξη.
Η ανάκληση μπορεί να υλοποιθεί από την διοίκηση με την έκδοση άλλης διοικητικής απόφασης. Η απόφαση αυτή ονομάζεται ανακλητική. Η ανάκλητική απόφαση μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος της ανακαλούμενης απόφαση και να επιδρά στην ισχύ της αρχικής απόφασης στο μέλλον είτε τροποποιώντας την , είτε ακυρώνοντάς την. Υπό προϋποθέσεις μπορεί η ανακλητική απόφαση να έχει και αναδρομική ισχύ. Η ανάκληση των ατομικών διοικητικών πράξεων δεν περιορίζεται χρονικά και ο χρονικώς περιορισμός της πενταετίες δεν είναι περιοριστικός.
Μια διοικητική πράξη που κρινεται παράνομη όταν διαπιστωθεί πως παρεβαίνει κανόνα δικαίου (π.χ. εκδόθηκε από αναρμόδιο διοικητικό όργανο) ή που εκδιδεται μετά από πλάνη. Αυτή η διοικητική πράξη θεωρείται ανυπόστατη (δεν υπήρξε ποτέ στον νομικό κόσμο).
Εκτός όμως από τις πιο πάνω περιπτώσεις υπάρχουν και περιπτώσεις που διοιητικές πράξεις έχουν περιοσμένη χρονική ισχύ. Η έκδοση μιας οικοδομικής άδειας έχει διάρκεια τέσσερα χρόνια (ή άλλα δύο αν ζητηθεί), ενώ μετά από αυτό το χρονικό διάστημα παύει να ισχύει χωρίς να υπάρχει ανάγκη για κάποια άλλη διοικητική πράξη./p>
Μέσα μεταβολής της ισχύς μιας διοικητικής πράξης
Ο θιγόμενος πολίτης (διοικούμενος) από διοικητική πράξη μπορεί τόσο με ξωδικαστικά όσο και με ένδικα μέσα να επιδιώξει την ανάκλησή της Μια διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί εφόσον προσβληθεί δικαστικά.
Εξωδικαστικά κυριαρχό τρόπος μεταβολής είναι η προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης.Οι διοικητικές προσφυγές (άρθρα 24-26 ΚΔΔιαδ.) είναι αιτήσεις του διοικούμενου (πολίτης) προς τη Διοίκηση με τις οποίες ζητά την επανεξέταση μιας διοικητικής πράξης. Η προσφυγή μπορεί να έχει ως σκοπό την τροποποίηση ή την ανάκληση της πράξής (ουσιαστικός έλεγχος), οπότε απευθύνεται στην αρχή που έχει εκδόσει την πράξη. Μπορεί, όμως, να επιδιώκεται η ακύρωση της πράξης (έλεγχος νομιμότητας) οπότε τότε πρέπει να απευθύνεται στην ιεραρχικά ανώτερη υπηρεσία. Η προσφυγή αφορά μόνο ατομικές διοικητικές πράξεις μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε χρονικά θέλει ο διοικούμενος και όσες φορές θέλει, ενώ η διοίκηση έχει προθεσμίας τριάντα (30) ημερών για να απαντήσει από τη στιγμή της κατάθεσης της αίτησης προσφυγή. Ωστόσο αν ο πολίτής που θίγεται θέλει να προσφυγει όχι στη διοίκηση, αλλά στο δικαστήριο κατά της δικαστικής απόφασης (ενδικοφανής προσφυγή), τότε υπάρχει προθεσμεία εξήντα (60) ημερών από τη στιγμή της κοινοποίησης της διοικητικής πράξης.
Τα ένδικα μέσα που έχει ο πολίτης στη διάθεσή του είναι η αίτηση ακύρωσης (επιδιώκεται η μερική ή η συνολική ακύρωση της πράξης και όχι η τροποίησή της, έτσι ώστε η πράξη να θεωρηθεί παράνομη-ανυπόσταστη), η προσφυγή ουσίας (επιδιώκεται η ακύρωση ή η τροποοίηση της διοικητικής πράξης όχι μόνο για θέματα νομιμότητας αλλά και θέματα ουσίας) και η αγωγή (επιδιώκεται η χρηματική αποζημίωση από τη διοικηση προς τον πολίτη). Η εξέταση γίνεται από τα διοικητικά δικαστήρια και από το ΣτΕ.
Παραδείγμα κανονιστικών, ατομικών και γενικά ατομικών διοιηκητικών πράξεων.
Μια βασική διάκριση του χώρου - Αναφορά στο ΝΔ 17.7.1923
Η πιο συνηθισμένη διάκριση του χώρου από τη πλευρά διοίκησης είναι ο προσδιορισμός του σε περιοχές εκτός σχεδίου και εντός σχεδίου. Η έννοια των εντός σχεδίου περιοχών είναι συνυφασμένη με την ιστορία του πολεοδομικού σχεδιασμού στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ξεκινάει με την εκπόνηση ρυμοτομικών σχεδίων ή Σχεδίων Πόλης χωρίς όμως την ύπαρξη αντίστοιχου νομοθετικού πλαισίου (1828-1860). Η θεσμοθέτηση τους δεν υπακούει σε κάποιο ενιαίο για όλη τη χώρα πλαίσιο πολεοδομικών προδιαγραφών, αλλά γίνεται αποσπασματικά με Βασιλικά Διατάγματα (ενδεικτικά αναφέρεται το ΒΔ 1836 «Περί της εκτελέσεως του σχεδίου της πόλεως των Αθηνών»).
Η πρώτη ουσιαστική νομοθετική παρέμβαση της πολιτείας στο σχεδιασμό της πόλης στο 19ο αιώνα συντελείται με το Διάταγμα 5-6-1842 και το νόμο ΣΚΒ του 1867«Περί εκτελέσεως των σχεδίων πόλεως και κωμών» για την υπόλοιπη Ελλάδα. Ωστόσο η νομοθετική τομή ως προς την παρέμβαση του κράτους γίνεται με το περίφημο πλέον ΝΔ 17.7.1923, όπου συγκεντρώνονται και εμπλουτίζονται οι μέχρι τότε νομοθετικές πρωτοβουλίες της διοίκησης. Πλεόν τα Σχέδια Πόλης διαχωρίζουν το χώρο σε εντός και εκτός σχεδίου. Η δημιουργία οικισμών προϋποθέτει την έγκριση Σχεδίου Πόλης, στο οποίο πρέπει να καθορίζονται οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι και να διαμορφώνονται οι υπόλοιποι οικοδομήσιμοι (Άρθρο 2). Τα Σχέδια εκπονούνται και εφαρμόζονται από τον οικείος Δήμο, αλλά έγκρίνονται με Βασιλικό Διάταγμα (αργότερα Προεδρικό Διάταγμα).
Βασικός τρόπος εφαρμογής των Σχεδίων Πόλεως είναι η αναγκαστική απαλλοτρίωση των ακινήτων για λόγους δημόσιας ωφέλειας (Άρθρα 30-41), ενώ προβλέπεται και η χρηματική εισφορά των ιδιοκτητών, τα ακίνητα των οποίων εντάσσονται σε αυτό (Παράγραφος 5 του άρθρου 1). Για τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συντάσσεται «εν προχείρω» κτηματολογικό διάγραμμα, με πράξη την αρμόδιας υπηρεσίας, με το οποίο καθορίζονται τα απαλλοτριωτέα ακίνητα και η αναλογούσα αποζημίωση. Η πράξη αυτή ονομάζεται πράξη ρυμοτομίας και αναλογισμού και μαζί με τη διαδικασία της τακτοποίησης και της προσκύρωσης αποτέλεσαν τα κύρια εργαλεία, όχι μόνο της περιόδου του ΝΔ 17.7.1923, αλλά και αυτών που ακολούθησαν με την εισαγωγή άλλων νόμων. Το Κεφάλαιο Δ με τίτλο τακτοποίηση οικοπέδων ξεκινάει με το άρθρο 42 που προσδιορίζει την τακτοποίηση οικοπέδων ως την διαδικασία με την οποία τα γειτονικά οικόπεδα που προκύπτουν από την εφαρμογή του Σχεδίου και προκειμένου να είναι κατάλληλα για οικοδόμηση δύναται να μεταβληθούν ως προς τη θέση, το σχήμα και το μέγεθός τους. Στο άρθρο 43 του ίδιου κεφαλαίου περιγράφεται η διαδικασία της προσκύρωσης, που πρέπει να ακολουθηθεί, για τα τμήματα της ιδιοκτησίας που μετά την ρυμοτόμηση σχηματίζουν μη οικοδομήσιμο οικόπεδο και δεν μπορεί να παραμείνει ως ξεχωριστό οικόπεδο. Στο ίδιο προσδιορίζεται ο όρος μη οικοδομήσιμο οικόπεδο ως το οικόπεδο που δεν έχει το ελάχιστο εμβαδόν ή αν το έχει δεν έχει τις ελάχιστες διαστάσεις.Στο πλαίσιο της τακτοποίησης παρακείμενων οικοπέδων στο άρθρο 49 και γενικότερα στην εφαρμογή των Σχεδίων στο άρθρο 50 γίνεται αναφορά στην έννοια της κτηματικής ομάδας ως εναλλακτικής της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δια μέσου της πράξης αναλογισμού που προβλέπεται στα άρθρα 32 έως και 36 για την εφαρμογή της οποίας απαιτεί τη σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στο οποίο θα ανήκει η κτηματική ομάδα. Περιμετρικά των ορίων των εγκεκριμένων Σχεδίων το ΝΔ ορίζει μια ειδική περιοχή οικοδομική δραστηριότητας, η οποία είναι γνωστή ως ζώνη πόλης, με το εύρος της, αν δεν καθορίζεται αλλιώς με Βασιλικό Διάταγμα, να ορίζεται αυτοδικαίως στα 500 μέτρα (άρθρο 14). Στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 αναγνωρίζει τις οικιστικές περιοχές που αναπτύχθηκαν προ το 1923 χωρίς Σχέδιο ως ιδιαίτερο πολεοδομικό καθεστώς (οικισμοί προ 1923) και για τις εκτός σχεδίου περιοχές η δόμηση απαγορεύεται αλλά αν πρόκειται για ακίνητα που έχουν πρόσωπο σε σιδηροδρομικές ή «αμαξιτές» οδούς επιτρέπεται (άρθρο 17, ενώ στο άρθρο 20 περιγράφονται οι απαγορεύσεις σχετικά με την ιδιωτική ρυμοτόμηση και τις συνέπειες ακυρότητας που επιφέρουν σε δικαιοπραξίες που τις προκαλούν).Με το ΝΔ 1923 απαγορεύεται η ιδιωτική ρυμοτόμηση σε εκτός σχεδίου
Η διαιρείται του χώρου σε εκτός σχδίου πόλεως και σε εντός σχεδίου, βασίζεται στη διαφοροποίησης ως προς την οικονομική αξιοποίηση των ιδιοκτησιων, οι οποίες στην πρώτη περίπτωση (εκτός) προορίζονται για αγροτική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλευση, ενώ στη δεύτερη (εντός) για δόμηση. Η διάκριση αυτή είναι σημαντική μιας και είναι ο ένας από δύο πυλώνες που στηρίζεται ο τρόπος που το ΣτΕ αντιμετωπίζει τα θέματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία και το περιβάλλον: "Ο καθορισμός αυτός του προορισμού της ιδιοκτησίας γίνεται είτε απ' ευθείας από συνταγματικές διατάξεις είτε από το νομοθέτη ή, κατ' εξουσιοδότησή του, από τη Διοίκηση σε συμφωνία με το Σύνταγμα. Βασικός διαχωρισμός του προορισμού της ακίνητης ιδιοκτησίας περιέχεται στην παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία αναφερομένη στην υπό τη ρυθμιστική αρμοδιότητα του Κράτους αναγνώριση, ανάπτυξη, πολεοδόμηση και επέκταση μόνο των πόλεων και των οικιστικών περιοχών Όαθέτει τον κανόνα ότι μόνο κατ' εξαίρεση είναι δυνατόν να δομηθή η μη αστική γη και μάλιστα κατ' αρχήν για χρήσεις υποβοηθητικές του κύριου προορισμού της (γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση)." (αποφ. ΣτΕ 784/1999). Από την πιο πάνω απόφαση γίνεται αναφορά και σε περιοχές που αν και δεν έχουν σχέδιο θεωρείται ότι βασικός προορισμός της ακίνητης ιδιοκτησίας είναι η δόμηση (οικισμού κάτω των 2000 κατοίκων ή οικισμοί προ του 1923 και παραδοσιακοί οικισμοί).
Άλλες διάκρισεις του χώρου από τη δημόσια διοίκηση
Η δημοσια διοικηση προχωρά και σε άλλες διακρίσεις του χώρου, που μπορεί είτε να αφορούν την δομήση, όπως η οριοθέτηση οικισμών προ του 1923 και εκείνων με λιγότερους από 2000 κατοίκους ή ζώνη πόλης, είτε να νομοθετούν ελάχιστα όρια κατάτμησης άσχετως αν αφορούν την δόμηση ή όχι. Στη δεύτερη ομάδα διακρίσεων ανήκουν:
Ιδιαίτερες περιοχές εκτός σχεδίου σχέδιο
Εκτός σχεδίου είναι οι περιοχές που δεν προβλέπονται για οικιστική χρήση (δάση, γεωργική εκμετάλλευση κτλ) και για τις οποίες μπορεί να ισχύουν οι περιορισμού ΖΟΕ, ΖΕΠ, ΕΖΔ, δάση αιγιαλοί κτλ που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Υπάρχουν όμως και δύο περιπτώσεις που αν και η οικιστική χρήση μπορεί να θωρηθεί ως κύρια, εντούτοις είναι εκτός σχεδίου περιοχές:
Επέμβαση διοίκησης στην ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Η ιδιοκτησία σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι δικαίωμα που προστατευεται από κράτος "H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. "(άρ.17 παρ.1). Η αναφόρα στον τρόπο άσκησης του ώστε να μην γίνεται σε βάρος του γενικού συμφέροντος, διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο το δικαίωμα αυτό μπροεί να "προσβληθεί". Αυτό περιγράφεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου σύμφωνα με την οποία η στέρηση της ιδιοκτησίας μπορεί να γίνει για δημόσια ωφέκεια, που καθορίατεαι από τον νόμο και με την ανάλογη αποζημίωση στον δικαιούχου "Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. "(άρ.17 παρ.2). Με αυτές τις διατάξεις θεμελιώνεται το εργαλείο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στη διατύπωση που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 17"Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. ", με την οποία γίνεται αντιληπτό γιατί η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν μεταβάλλει τα όρια και τα δικαιώματα τις ιδιοκτησίας.
Το άρθρο 24 του Συντάγματος είναι ένα άλλο άρθρο πάνω στο οποίο θεμελιώνονται άλλοι τρόποι επέμβασης της δημόσιας διοίκησης στην ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό προσδιορίζεται ότι "Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός." (παρ.1), καθώς και η "χωροταξική αναδιάρθρωση της Xώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Kράτους..."(παρ.2). Για να υλοποιηθεί η υποχρέωση της δημόσιας διοικησης για "να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει." (παρ.3). Έτσι θεμελιώνεται το εργαλείο της εισφοράς σε γη. Με την επόμενη παράγραφο "Nόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής."(παρ.4) Θεμελιώνεται και το εργαλείο του αστικού αναδασμού. Ο αγροτικός αναδασμός ως μέτρο επέμβασης της δημόσιας διοιηκησης στην ιδιοκτησίας προβλέπεται στο άρθρο 18 στην παρ. 4 "Eπιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόμος, ο αναδασμός αγροτικών εκτάσεων για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, καθώς και η λήψη μέτρων για την αποφυγή της υπέρμετρης κατάτμησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας ".
Στο άρθρο 24 στην παρ. 6 αποσαφηνίζεται ότι " Tα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Kράτος." και γι' αυτό ο "Nόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών ".
Μια τελευταία επισήμανση σχετικά με τα ελευθερες εκτάσεις εντός οικιστικού χώρου διατυπώνεται στην παρ.5 (του άρθρου 24) και σύμφωνα με την οποία "οι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την αναμόρφωση, διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει. ".
Εργαλεία εφαρμογής στο χώρο των απόφάσεων της δημόσιας διοίκησης.
Για της εκτός σχεδίου περιοχές η δημόσια διοίκηση σε επίπεδο σχεδιασμού και υλοποίησής του, μπορεί να επέμβει είτε με τον καθορισμό χρήσεων γης (απογόρευσή κατάτμησης κάτω από ένα νομοθετημένο εμβαδόν) χωρίς να μεταβάλλει το αντικείμενο των δικαιώματων, είτε πιο δραστικά χρησιμοποιώντας το εργαλείο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή το εργαλείο του αναδασμού. Η χρήση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει την αποζημίωση των δικαιούχουν βάσει του άρθρου 17 του Συντάγματος, ενώ η χρήση του αναδασμού βασίζεται στο άρθρο 24 και στο μέτρο της παροχής νεάς διαμορφωμένης ιδιοκτησίας.
Στα δύο αυτά άρθρα στηρίζονται και τα εργαλεία για την εφαρμογή των σχεδίων πόλης ( ή ρυμοτομικά), τα οποία όποια εξειδικεύονται λόγω και της ιδιαίτερης αξίας που αποκτά η εντός σχεδίου περιοχή. Ανάλογα με την εποχή που εισήχθησαν μπορούμε να τα διακρίνουμε σε εκείνα που προέρχονται από το ΝΔ 1923 και εκείνα που εισάγονται από το Ν.1337/1987. Τα εργαλεία αυτά μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
Βασική προϋπόθεση για την χρήση αυτών των εργαλείων είναι η ύπαρξη σχεδίου, με οποιαδήποτε νομοθεσία και αν έχει εγκριθεί: Σχέδιο Πόλης (Ν.Δ. 17.07.1923) ή Πολεοδομική Μελέτη (Ν.1337/1983 & Ν.2508/1997) ή Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής (Ν.4447/2016 & Ν.4579/2020). Έτσι οι οικισμοί προ του 1923 δεν θεωρούνται εντός σχεδίου περιοχές και απολαμβάνουν τη δική ρου κανονιστική, ως προς τη δόμηση, προσέγγιση όπως προκύπτει από την οριοθέτησή τους (η οριοθέτηση δεν υποκαιστά το σχέδιο). Ένα άλλο σημείο που χρήζει ιδιαίτερη προσοχής είναι ότι τα "παλαιά" εργαλεία της τακτοποίησης και της προσκύρωσης για την εφαρμογής σχεδίων βασίζονται στο μηχανισμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και είναι διοικητικές πράξεις. Συνεπώς μια μεταβολή στη επιφάνεια των ιδιοκτησιών για τη δημιουργία οικοπέδων δεν πρέπει να θεωρείται ότι προέκυψε από πρωτοβουλία των συμβαλλόμενων.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση - το παλαιότερο και πολυχρησιμοποιημένο εργαλείο επέμβασης της διοικησης στην ιδιοκτησίας
Η δημόσια διοίκηση εφάρμοσε το εργαλείο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους με σκοπό την εφαρμογή σχεδίων πόλεων (Αθήνα 1836), την διανοιξη εθνικών και επαρχιακών οδών (νόμος ΣΞΓ'/1867 "περί οδοποιίας").
Η συγχρονη εκδοχή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης καθορίζεται από το Ν.2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων) λαμβάνοντας υπόψη τις επόμενες νομοθετικές μεταβολές. Η κήρυξή της γίνεται με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού, ανάλογα με το σκοπό της απαλλοτρίωσης ή με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου προκειμένου για έργα αρμοδιότητας της οικείας Περιφέρειας. Μπορεί η κήρυξη εφόσον απαιτεί χρηματοδότηση από τον τακτικό προϋπολογισμό να γίνει με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών του αρμόδιου Υπουργού (αρ. 1 Ν.2882/2001).
Η απόφαση κήρυξης είναι ατομική πράξη γενικής εφαρμογής (αφορά τα άτομα που έχουν ιδιοκτησία στη συγκεκριμένη περιοχή το συγκεκριμένο χρόνο) και η κήρυξή της ξεκινάει με τη δημοσίευση στην ΕτΚ (άρθρο 1 παρ.4 του Ν.2882/2001). Η προθεσμία προσβολής τη από τους θιγόμενους ξεκινάνεις από την ημερομηνία που αποδεδειγμένα αυτή έχει κοινοποιηθεί στον κάθε ένα και μπορεί να διαφέρει από την ημερομηνίας δημοσίευσης. Μετά την κύρηξη ακολουθεί η δικαστική απόφαση καθορισμού τιμής μονάδας και η απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή των αποζημιώσεων. Η συντέλεση της απαλλοτρίωσης αποδυκνύεται με τη γνωστοποίηση στην ΕτΚ της παρκατάθεσης του ποσού στα συγκεκριμένα άτομα που πρέπει να ανφέρονται και στη δικαστική απόφαση καθορισμού τιμής μονάδας. Με τη συντέλεση επέρχεται και η αποξένωση του δικαιούχου από το απαλλοτριούμενο (και η χωρική μεταβολή στο Κτηματολογικό Διάγραμμα).
Το εργαλείο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης έχει εφαμροστεί από τη διοίκηση σε πολλές περιπτώσεις. Ενδεικτικά αναφερονται, η διάνοιξώ εθνικών/ επαρχιακών οδών, στην προστασία της πολιτιστικής κληρονονομιάς (αρχαιολογικοί χώροι), στην εφαρμογή σχεδίων πόλης (ρυμοτομική απαλλοτρίωση, δέσμευση κοινωφελών χώρων, προσκύρωση), στη δεσμευση εκτάσεων για δημιουργία δασών κ.α.
Είναι ο Αναδασμός μια μορφή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης;
Στην περίπτωση που ως εργαλείο επέμβασης επιλέγεται ο αναδασμός (αγροτικός ή αστικός) αντί της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αυτό συνεπάγεται πως στους δικαιούχους των εκτάσεως, που δεσμεύονται, θα τους παρασχεθεί μετά την ολοκλήρωση του αναδασμού, ιδιοκτησία ίσης αξίας με την αρχική που συνεισέφεραν. Συμπληρωματικά και μόνο στις περιπτώσεις που αυτό δεν καταστεί εφικτό μπορεί να υπάρξει αποζημίωση για την αξία της έκτασης που δεν επιστρέφεται.
Ένα άλλο σημείο που διαφοροποιεί τα δύο εργαλεία έχει να κάνει με το τίτλο που αποδίδεται. Η εφαρμογή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν εξαφανίζει τον αρχικό τίτλο. Αντίθεται με τον αναδασμό, μετά την ολοκλήρωσή του ο τίτλος για τις ιδιοκτησίες που δημιουργεί είναι τα παραχωρητήρια που εκδίδει. Έτσι στον αναδασμό μιλάμε πλεόν για πρωτότυπο τίτλο κτήσης.
Διευκρινήσεις εννοιών από την εφαρμογή δικοιητικών πράξεων στο Κτηματολογικό Διάγραμμα.