ΑΡΠΕΔΟΝΑΠΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ - ESSENTIALS

[*βιβλιογραφική αναφορά]Στο μενού "ΕΡΓΑΛΕΙΟΘΗΚΗ" υπάρχει σχετική αναφορά σ' όλη τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ που έχει χρησιμοποιηθεί. Xρήσιμο βοήθημα ήταν και το site του καθηγητή Κώστα Μπέη www.kostasbeys.gr (μάλλον δεν είναι διαθέσιμο πλέον)

Γιατί χρειάζεται η ένδικη προστασία των εμπράγματων δικαιώματων στα ακίνητα

Όταν ανακύπτει αμφισβήτηση μιας έννομης εμπραγματης σχέσης (σχέση εξουσίασης ενός πράγματος από ένα πρόσωπο) από κάποιο άλλο πρόσωπο, θα πρέπει αυτή η σχέση (εμπράγματο δικαίωμα) να προστατευθεί και να αποφευχθούν φαινόμενα αυτοδικίας. Το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι η άσκηση αγωγής, οι οποίες όταν αφορούν εμπράγματα δικαιώματα ονομάζονται εμπράγματες αγωγές. Άναλογα με το δικαίωμα που πρόκειται να προστατεύσει η αγωγή χαρακτήριζεται (π.χ. αγωγή ομολογήσεως δουλείας για προστασία πραγματικών δουλειών). Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εμπράγματων αγωγών για το θεσμό του κτηματολογίου είναι η εκείνες που αφορούν την κυριότητα. Η κυριότητα μπορεί να προσβληθεί είτε με κατάληψη του συνόλου ή μέρους του πράγματος από άλλο προσώπο διάφορου του κυρίου, είτε με πράξεις, όπως συστηματική διέλευση τρίτου προσώπου από το προσβαλώμενο ακίνητο χώρις την σύμφωνη γνώμη του κυρίου του ή με την κατασκευή κτίσματος από τον μη κύριο του ακινήτου.
Άλλη μια περίπτωση προσφυγής στο δικαστήριο είναι η ανάγκη να αναγνωριστεί ή να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός εμπράγματος δικαιώματος. Στην περίπτωση που η σύσταση, η αλλοίωση, η μεταβίβαση ή καταργηση εμπράγματου δικαιώματοςδεν έγινε σύμφωνα με το νόμο, τότε ζητήτειται από το δικαστήριο η επικύρωση ανώμαλης δικαιοπραξίας. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούσαν οι επικυρώσεις ανώμαλης δικαιοπραξίας, που αφορούσαν ακίνητα από διανομές γης. Η απόκτηση της κυριότητας ενός ακινήτου με ιδιωτικό συμφωνητικό, αντί συμβολαιογραφικου τύπου, δεν αποτελεί ομαλό τρόπο μεταβιβασής του δικαιώματος (δεν μεταγράφεται/καταχωρείται). Όμως στο παρελθόν σε περιοχές που δεν επιτρέπονταν η κατάτμηση αυτό αποτελούσε μια συνήθης πρακτική. Όταν μετά από χρόνια συσωρεύονταν πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ο νομοθέτης έκανα άρση της απαγόρευσης για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μέσω δικαστικών απόφάσεων επικυρώνονταν η ανώμαλη δικαιοπραξία (μεταβίβαση κυριότητας με ιδιωτικό συμφωνητικό διαμέσου της δικαστικής απόφασης και όχι απευθείας με συμβολαιογραφικό τύπο).
Τέλος από την εισαγωγή του θεσμού του Κτηματολογίου προέκυψε η ανάγκη για έκδοση δικαστικής απόφασης προκειμένου να διορθωθούν οι αρχικές ή μεταγενέστερες κτηματολογικές εγγραφές.

Διεκδικητική αγωγή ή αναγνωριστικη αγωγή

Όταν με την αγωγή αφενός αναγνωρίζεται η κυριότητα και αφετέρου διατάσσεται η απόδοση του πράγματος στον κύριο του, χαρακτηρίζεται Διεκδικητική (ΑΚ 1094). Αν απλώς ζητάτε η αναγνώριση της κυριότητας χωρίς απόδοση τότε η αγωγή ονομάζεται Αναγωριστική (σχετικα στο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας-ΚΠολΔ στο άρθρο 70). Η απόδοση πράγματος χωρίς την αναγνώριση κυριοτητας δεν νοείται. Συνεπώς ακόμα και αν η αγωγή ζητά μόνο την απόδοση του πράγματος, σιωπηρά προηγείται η αναγνώριση οπότε μιλάμε πάλι για διεκδικητική αγωγή.

Δικόγραφο Αγωγής

Για να ασκηθεί μια αγωγή πρέπει να συνταχεθεί το δικόγραφο της αγωγής(ΚΠολΔ αρ118-120). Το δικόγραφο της διεκδηκητικής (ή αναγνωριστικής) αγωγής κατατείθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου για την περιοχή του ακινήτου (Ειρηνοδικείο ή Πρωτοδικείο ανάλογα με την αξία του αντικείμένου της διαφοράς) και κοινοποιείται στου επηρεαζόμενους (εναγόμενους). Μετά την κατάθεση του εντός 30 ημερών πρέπει να καταχωρείστει στο Κτηματολογικό Φυλλό των εμπλεκόμενων ακινήτων (στο καθεστώς του Υποθηκοφυλακείου η αγωγή εγγράφονταν στο Βιβλίων των Διεκδικήσεων).
Στα στοιχεία του δικόγραφου περιλαμβάνονται ο προσδιορισμός των διάδικών (ενάγων-εναγόμενος), το αίτημα, τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που το αποδεικνύουν (ιστορική βάση), καθώς και η σαφή περιγραφή του αντικειμένου της αγωγής. Ιδιαιτερη προσοχή στην απόδειξη χρειάζεται αν η κυριότητα προκύπτει από πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο. Στην πρώτη περίπτωση η απόδειξη περιορίζεται στην προσκόμηση των στοιχείων εκείνων που δημιουργησαν την πρωτότυπη κτήση. Στη δεύτερη περίπτωση πρέπει ξεκινώντας από τον σημερινό νόμιμο τίτλο να φτάσει πίσω στην πρωτότυπη κτήση (συνήθως χρησικτησία ή διοικητική διανομή γης), εξασφαλίζοντας τη συνεχή διαδοχή των τίτλων.

Όταν δεν απειλείται η κυριότητα - Αρνητική Αγωγής

Αν οι πράξεις δεν προσβάλουν καθολικά την κυριότητα αλλά απλώς διαταράσουν την άμεση εξουσία του κυρίου (π.χ. διέλευση από το ακίνητο χωρίς να έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο) τότε η προστασία γίνεται με αρνητική αγωγή (απαίτηση για να μην γίνεται κάτι και πιθανόν αξίωση για αποζημίωση). Κατατείθεται στη γραμματεία του πολυμελούς Πρωτοδικείου και εγγράφεται στο Κτηματολογικό Φύλλο του/των ακινήτων. Αγωγή με την οποία ζητείται ταυτόχρονα να ανγνωριστεί η κυριότητα (διεκδηκητική αγωγή) και να απαγορευτούν ενέργειες που προσέβαλαν την προς αναγνώριση κυριότητα (αρνητική αγωγή) στο παρελθόν δεν συνεκδικάζονται, εκτός και αν είναι διαφορετικό το αντικείμενο της διαφοράς.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι όταν σε μια διόρθωση αρχικών εγγραφών του αντικείμένου της κυριότητας (χωρική μεταβολή) ζητείται εκτός από από την προσάρτηση τμήμάτων από όμορες ιδιοκτησίες (διεκδηκητική αγωγή) και η αφαίρεση τμημάτων που αποδόθηκαν από το κτηματολογικό διάγραμμα στο γεωτεμάχιο του ενάγοντα (αρνητική αναγνωριστική αγωγή). Επειδή το ακίνητο είναι ενιαίο (ίδιο αντικείμενο διαφοράς και στις δύο αγωγές) το δεύτερο αίτημα δεν γίνεται αποδεκτό από το δικαστήριο.
Σημειώνουμε ότι υπάρχει η δυνατότητα να κατατεθεί αγωγή που δεν προϋποθέτει την αναγνώριση της κυριότητας και ονομαζεται Πουβλικιανή Αγωγή (αφορά περιπτώσεις τακτικής χρησικτησίας και μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις σχετικά με το δικαίωμα οίκησης ή μια πραγματική δουλεία κ.α.).

Αγωγή ή Αίτηση

Αν δεν υπάρχει αμφισβήτηση μιας εννόμης σχέσης (ποιός από τους διάδικους-ενάγων ή εναγόμενος- έχει την κυριότητας του ακινήτου), αλλά ζητείται μόνο η διαπίστωση της εννόμης σχέσης τότε η ενδική προστασία παρέχεται όχι με την τακτική διαδικασία (αγωγή και τα μέσα άμυνας των εναγόμενων-ανταγωγή, ένσταση, άρνηση αγωγής ή εκκρεμοδικία) αλλά με την εκούσια δικαιοδοσία. Στην εκούσια δεν υπάρχει αντίδικος, δεν υπάρχει αγωγή αλλά αίτηση, δεν υπάρχει ενάγων αλλά αιτών (εκείνος που καταθέτει την αίτηση) και δεν υπάρχει εναγόμενος. Η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) ονομάζεται Έκούσια (ΚΠολΔ αρ739).

Διόρθωση αρχικών εγγραφών και μεταγενέστερων με αγωγή

Από το Ν.2664/1998 δίνεται η δυνατότητα σε όποιον θεωρεί ότι η αρχίκη κτηματολογική εγγραφή δεν αποδίδει σωστά τη νομική ή/και τη γεωμετρική εικόνα του γεωτεμαχίου να τη διορθώση με αγωγή σύμφωνα με όσα προβλέπονται από το άρθρο 6 και την παρ.2. Ανάλογη δυνατότητα δίνεται από το νόμο με το άρθρο 13 για τις μεταγενέστρες εγγραφές που μπορεί να θεωρηθούν εσφαλμένες.

Διόρθωση αρχικών εγγραφών αγνώστου δικαιούχου

Ιδιαίτερη περίπτωση διόρθωσης των αρχικών εγγραφών με δικαστική απόφαση αποτελούν οι περιπτώσεις που δικαιούχος ενός γεωτεμαχίου αμέλησε να το δήλώσει κατά την κτηματογράφηση και εκείνο φαίνεται Αγνώστου δικαιούχου. Ο Ν.2664/1998 δίνεται η δυνατότητα (άρθρο 6 παρ3) σ' αυτές τις περιτπώσεις η διορθωση να γίνει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η εκούσια δικαιοδοσία για περιπτώσεις κτηματολογίου εφαρμόζεται και κατά το άρθρο 6 παρ.8 εφόσον δεν θίγονται δικαιώματα άλλων όμορων γεωτεμαχίων (διόρθωση ιχνών καθέτων ή ποσοστό συγκυριίτητας επί διαιρεμένων ιδιοκτησίων κ.α.).

Ισχύς δικαστικής απόφασης

Η τυπική κατάληξη μιας αγωγής (ή αίτησης) είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης. Το πρώτο σημαντικό στοιχείο σε μια απόφαση είναι να είναι οριστική. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αποφανθεί θετικά ή αρνητικά επί του αιτήματος και όχι να παραπέμπει σε ανάγκη π.χ. πραγματογνωμοσύνης. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο, που μας ενδιαφέρει για την ισχύ μιας απόφασης, είναι να έχει τελεσιδικήσει. Η τελεσιδικία μιας οριστικής δικαστικής απόφασης επέρχεται όταν δεν μπορούν να ασκηθούν πλεόν τα ένδικα μέσα της έφεσης ή της ανακοπής ερημοδικίας και τότε η απόφαση ικανοποιεί το δεδικασμένο (ΚΠολΔ άρ321). Η έννοια του δεδικασμένου μιας απόφασης δεσμεύει τους διάδικους ως προς τη μη άσκηση νέας αγωγής για το ίδια διαφορά.
Τόσο η έφεση όσο και η ανακοπή ερημοδικίας ασκούνται μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την επίδοση της απόφασης με κατάθεση δικόγραφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που έχει εκδόσει την απόφαση. Στην περίπτωση της ερημοδίκίας η εξέταση γίνεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έχει εκδόση την οριστική απόφαση, ενώ η έφεση εξετάζεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το Εφατείο. Η χρονική διάρκεια άσκησης έφεση είναι 30 ημέρες (ή 60 για κατοίκους εξωτερικού). Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση η χρονική διάρκεια άσκησης έφεσης μετρά από την ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης και είναι 2 χρόνια. Εφόσον η έφεση γίνει δεκτή τότε η απόφαση του πρώτοβάθμιου δικαστηρίου εξαφανίζεται και το Εφετείο δικαζεί εκ νέου επί της ουσίας. Οι τελεσίδικες αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο είναι εκτελεστές (ΚΠολΔ αρ904).
Μια τελεσίδικη απόφαση μπορεί να προσβληθεί είτε με αναίρεση, είτε με αναψηλάφηση. Εφόσον δεν ασκηθεί κανένα από τα δύο η τελεσίδικη απόφαση χαρακτηρίζεται αμετάκλητη.

Η έννοια της προσεπίκλησης

Μια αγωγή μπορεί να έχει περισσότερους από ένα ενάγοντα ή εναγόμομενο οι οποίοι χαρακτηρίζονται με τον όρο ομόδικοι. Στην περίπτωση που η αγωγή ασκείται μόνο από κάποιους (ή κατά κάποιων) και δεν συμπεριλαμβάνει όλους όσους θα έπρεπε τότε ο ενάγων ή ο εναγόμενος έχουν το δικαιώμα της προσεπίκλησης. Προσεπικαλούνται τους υπόλοιπους που δεν μετέχουν αρχικά στην αγωγή, ενώ κρίνουν ότι θα έπρεπε. Η προσεπίκληση ασκείται με δικόγραγραφο πριν τη συζήτηση της αγωγής και κοινοποιείται στο προσεπικαλούμενο (ΚΠολΔ αρ89). Η προσεπίκλησει μπορεί να διαταχθεί και από το δικαστήριο με την απόφαση, η οποία καθορίζει με μέριμνα ποιού από τους διάδικούς θα γίνει (κατάθεση και κοινοποίηση δικόγραφου).

Το εμπόδιο της εκκρεμοδικίας

Μεταξύ των συνεπειών της κατάθεσης μιας αγωγής (ή αίτησης) είναι η εκκρεμοδικία, η οποία συνεπάγεται την αδυναμία να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διάδικους, εφόσον αυτοί εμφανίζονται με τις ίδιες ιδιότητες (ΚΠολΔ αρ222). Η ύπαρξη αγωγής στο Κτηματολογικό Φύλλο γεωτεμαχίου αναστέλλει οποιαδήποτε διόρθωση γεωμετρικων σφαλμάτων μέχρι την καταχώρηση της δικαστικής απόφασης (λαμβάνοντα υπόψη τον πιο πάνω ορισμό της εκκρεμοδικίας η οδηγία αυτή μπορεί να ενέχει στοιχεία αυθαιρεσίας).


Λίγα στοιχεια για τη δομή των δικαστικών αποφάσεων, που αφορούν διόρθωση κτηματολογικών εγγραφών.


01 02 03 04 05 06 07 08

Όταν δεν χρειάζεται να φτάσουμε μέχρι τη δικαστική απόφαση για τη διόρθωση κτηαμτολογικώνεγγραφών - εξωδικαστικοί τρόποι

Γενικότερου ενδιαφέροντος είναι η διαιτησία και η διαμεσολάβηση και ειδικότερα για το θεσμός του Κτηματολογίου η διόρθωση πρόδηλου σφάλματος (Ν2664/1998 αρ.18 παρ.2) και η αίτηση διόρθωσης γεωμετρικών σφαλμάτων (Ν2664/1998 αρ.19 παρ.2).
Η διαιτησίας είναι ένας εξωδικαστικός τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών και πρέπει να συναποφασιστεί εγγραφως προς το αρμόδιο Πρωτοδικείοα από τους εμπλεκόμενους στη διαφωνία. Ο διαιτητής (ή διαιτητές) της επίλυσης είναι δικαστές και η κατάληξή της είναι η έκδοση διαιτιτικής απόφασης. Η απόφαση υπογράφεται και κατατείθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου. Το δεδικασμένο της διαιττιικής απόφασης, αν δεν ορίζει η ίδια δχρόνο προσφυγής, θεωρείται ότι ικανοποιείται με την υπογραφή της.
Η διαμεσολάβηση είναι μια διαδικασία που ξεκινάει με την επιλογή Διαμεσολαβήτη (υπάρχει μητρώο που καταχωρούνται όσοι έχου διαπίστευση διαμεσολαβητή) και ολολκλρώνεται με την υπογραφή του πρακτικού συμβιβασμού το οποίο κατατείθεται από την γραμματεία του δικαστηρίου και θεωρείται δικαστική απόφαση. Προϋπόθεση για την σύνταξη του πράκτικού συμβιβασμού είναι να έχει προηγηθεί κατάθεση αγωγής.
Για το θεσμό του Κτηματολογίου βασικοί εξωδικαστικοί τόποι επίλυσης λαθώς στις κτηματολογικές εγγραφές είναι ότι προβλέπουν τα άρθρα 18 παρ2 και 19 παρ2 του Ν.2664/1998. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου μποροόυν να προσβλληθούν με προσφυγή στον Κτηματολογικό Δικαστή σύμφωνα με τη εκούσια δικαιοδοσία. Ο ίδιος τρόπος προσφυγής προβλέπεται και για την άρνηση του Προϊσταμένου να καταχωρήσει εγγραπτέες πράξεις κατά το άρθρο 6 παρ. 4 ή κατά το άρθρο 12 (αφόρα μεταγενέστερες εγγραφές)