Από τα στοιχεία του Διαγράμματος της πράξης προσκυρώνονται δύο επιφάνειες 15,06τμ (τμήμα 1) και 0,21τμ (τμήμα 2) στην ιδιοκτησία Σ.Λ. ενώ λόγω ρυμοτομίας χωρίς να προκύπτει οφειλή για τον αρχικό δικαιούχο Σ.Λ. (αυτοαποζημίωση) της αφαιρείται τμήμα 1,14τμ. Η ρυμοτομία αν και δεν περιγράφεται από την προσκύρωση θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στο ΔΓΜ, με τη σημείωση ότι θα δημιουργηθεί τώρα ένα νέο γεωτεμάχιο ειδικής έκτασης ιδιοκτησίας του Ο.Τ.Α. το οποίο μετά την ολοκλήρωση των αποζημιώσεων των υπόλοιπων ρυμοτομούμενων τμημάτων στις άλλες ιδιοκτησίες θα αντιστοιχίσει στη νέα οδό που προβλέπει το ρυμοτομικό σχέδιο.
Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το ρυμοτομούμενο τμήμα θα πρέπει να περιοριστεί με βάση τα όρια του Κτηματογραφικού Διαγράμματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Αν όμως τα όρια ήταν διαφορετικά τότε η εφαρμογή της ρυμοτομίας δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μιας και η μεταβολή ορίων βάσει των στοιχείων του Κτηματολογίου θα επηρέαζε την όμορη ιδιοκτησία αφαιρώντας της επιφάνεια που δεν προέκυπτε από τον τίτλο ούτε την Πράξη Αναλογισμού. Αυτή η μεταβολή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στα πλαίσια αίτησης διόρθωσης γεωμετρικών σφαλμάτων.
Σχετικά με τη δεύτερη παρατήρηση ο μηχανικός έχει θεωρητικά δύο επιλογές. Η πρώτη θα ήταν να προχωρήσει πρώτα σε διόρθωση του μεταξύ τους ορίου με άλλη αίτηση (διόρθωση γεωμετρικών σφαλμάτων) και μετά να αιτηθεί τη καταχώρηση του συμβολαίου. Σ’ αυτή τη περίπτωση το ΔΓΜ που θα συντάξει για τη καταχώρηση της πράξης θα ταυτίζεται απόλυτα με τα όρια του Τοπογραφικού όσο αφορά τη λωρίδα που πωλείται. Έτσι δε θα υπάρχει καμία, ή σχεδόν καμιά απόκλιση στην τιμή της επιφάνειας των δύο διαγραμμάτων (ΔΓΜ και Τοπογραφικού) που πωλείται. Η δεύτερη επιλογή είναι να καταχωρηθεί η πράξη κατευθείαν και το ΔΓΜ να συνταχθεί με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία του Κτηματολογίου. Σ’ αυτή τη περίπτωση το Τοπογραφικό του τίτλου θα αναφέρει ότι αγοράζεται μια επιφάνεια 45,50τμ ενώ το ΔΓΜ θα προσδιορίζει την τιμή της στα 38,48τμ (-7τμ).
Μετά τη καταχώρηση της πράξης το νέο κοινό όριο μεταξύ θα έχει αποκατασταθεί, όπως ακριβώς θα είχε συμβεί και αν είχε ακολουθηθεί η διαδικασία των δύο αιτήσεων. Στη δεύτερη περίπτωση όμως ο χρόνος είναι σημαντικά λιγότερος.
Από τον έλεγχο των επιφανειών που προσκυρώνονται ανάμεσα στα δύο διαγράμματα (Κτηματολογίου και Πράξης) προκύπτει μια απόκλιση 3τμ περίπου (18,04τμ κατά Κτηματολόγιο και 15,06τμ κατά Πράξη). Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω επειδή με τη καταχώρηση της πράξης θα απορροφηθεί αυτή η απόκλιση και υφίσταται λόγος να προηγηθεί ή να ακολουθήσει αίτηση διόρθωσης ορίων.